αζεμάτιστος

αζεμάτιστος
-η, -ο
αυτός που δε ζεματίστηκε: Ξέχασε το σπανάκι αζεμάτιστο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αζεμάτιστος — η, ο [ζεματίζω] 1. (κυρίως για φαγητά) αυτός που δεν ζεματίστηκε, δεν περιχύθηκε με καυτό νερό, λάδι ή βούτυρο 2. (για πρόσωπα) αυτός που δεν υποβλήθηκε σε βαριά ποινή, πρόστιμο, φορολογία ή εισφορά («κανείς δεν έμεινε αζεμάτιστος από τον έρανο») …   Dictionary of Greek

  • αθέρμαστος — η, ο [θερμαίνω] 1. αυτός που δεν θερμάνθηκε ή δεν θερμαίνεται, ο αθέρμαντος 2. ο αζεμάτιστος, ο αθέρμιστος* 3. αυτός που δεν εχει πυρετό, απύρετος …   Dictionary of Greek

  • αθέρμιστος — η, ο αυτός που δεν περιχύθηκε με βραστό νερό (ή άλλο υγρό) για να λαγαρίσει, αζεμάτιστος: Το λάδι αυτό μυρίζει έτσι, γιατί είναι αθέρμιστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”